- ἀσπαλιευτικός
- ἀσπᾰλι-ευτικός, ή, όν,A of or for an angler: -κή (sc. τέχνη), ἡ, angling, Pl.Sph.219d, 221a, Gal.Thras.30.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ασπαλιευτικός — ἀσπαλιευτικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ψαρά 2. το θηλ. ως ουσ. η τέχνη του ψαρά … Dictionary of Greek
ἀσπαλιευτικά — ἀσπαλιευτικός of neut nom/voc/acc pl ἀσπαλιευτικά̱ , ἀσπαλιευτικός of fem nom/voc/acc dual ἀσπαλιευτικά̱ , ἀσπαλιευτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπαλιευτικόν — ἀσπαλιευτικός of masc acc sg ἀσπαλιευτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπαλιευτικῆς — ἀσπαλιευτικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπαλιευτική — ἀσπαλιευτικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπαλιευτικήν — ἀσπαλιευτικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)